- ῥοίδιον
- ῥοίδιον u. ῥοΐδιον, τό, kleine Granate
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ῥοίδιον — small pomegranate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροΐδιον — και ροΐδιν, τὸ, Μ βλ. ρόδι … Dictionary of Greek
ῥοιδίου — ῥοίδιον small pomegranate neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοιδίων — ῥοίδιον small pomegranate neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοιδίῳ — ῥοίδιον small pomegranate neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοίδια — ῥοίδιον small pomegranate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόδι — το / ῥοΐδιον, ΝΜΑ, και ρόιδι και ρόιδο και ρούδι Ν, και ῥοΐδιν Μ ο εδώδιμος καρπός της ροδιάς νεοελλ. φρ. «τά κανα ρόιδο» τά έκανα μούσκεμα, απέτυχα οικτρά, τά θαλάσσωσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κλων ίδιον). Ο νεοελλ. τ.… … Dictionary of Greek
υποκοριστικός — ή, ό / ὑποκοριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποκορίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, κολακευτικός, χαῑδευτικός·2. το ουδ. ως ουσ. το υποκοριστικό (ενν. όνομα) γραμμ. παράγωγο όνομα που δηλώνει υποκορισμό … Dictionary of Greek